σπονδυλικός

σπονδυλικός
vertebral

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπονδυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους 2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής υποκλείδιας αρτηρίας β) «σπονδυλική στήλη» i) (ανατ. βιολ.) ο αξονικός σκελετός τού κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στους σπονδύλους. 2. «σπονδυλική στήλη», ραχοκοκαλιά. 3. μτφ., βάση, το σπουδαιότερο μέρος: Ο στρατός αποτελεί τη σπονδυλική στήλη του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”